-
1 ἀναιδής
A shameless, of Agamemnon,ὦ μέγ' ἀναιδές Il. 1.158
; of Penelope's suitors, Od.1.254, al.;ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622
.2 c. gen., Κυδοιμὸν ἀναιδέα δηϊοτῆτος ruthless in havoc, Il.5.593.II of things, as, in Od.11.598, the stone of Sisyphus is called λᾶας ἀναιδής the reckless, ruthless stone, cf. Il.4.521, 13.139;πότμος ἀ. Pi.O.10(11).105
;ἐλπὶς ἀ.
greedy,Id.
N.11.45; ἃ πέπονθ' ἀναιδῆ the shame that I have suffered, S.OC 516; : τὸ ἀναιδές = ἀναίδεια, βλέφαρα πρὸς τἀνειδὲς ἀγαγών E.IA 379;ἔνθα τἀνειδὲς κρατεῖ Diph.111b
;εἰς ἀναιδὲς.. δός μοι σεαυτόν S.Ph.83
;ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt.7.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιδής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский